Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φίλυμνος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν οι ύμνοι, τα άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὕμνος (πρβλ. εὔ υμνος, πολύ υμνος)] … Dictionary of Greek
φίλυμνε — φίλυμνος loving song masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)